μετακαλώ — και ματακαλώ (ΑM μετακαλῶ, έω) 1. καλώ με απεσταλμένο μου κάποιον να πάει σε άλλο μέρος ή να έλθει εκεί που βρίσκομαι (α. «θα μετακαλέσουν δασοπόνους από όλη την Ευρώπη για το συνέδριο» β. «οι πρεσβευτές μετακλήθηκαν για διαβουλεύσεις με τον… … Dictionary of Greek
μετακαλῶ — μετακαλέω recall pres subj act 1st sg (attic epic doric) μετακαλέω recall pres ind act 1st sg (attic epic doric) μετακαλέω recall fut ind act 1st sg (attic epic doric) μετακαλέω recall pres subj act 1st sg (attic epic doric) μετακαλέω recall pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάκλητος — η, ο (Α ἀμετάκλητος, ον) [μετακαλῶ] νεοελλ. αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να ανακληθεί, ανέκκλητος, οριστικός αρχ. αυτός που δεν είναι δυνατό να τόν αναστείλει, να τόν εμποδίσει κανείς, ακράτητος, ακατάσχετος … Dictionary of Greek
επανακαλώ — (AM ἐπανακαλῶ, έω) ανακαλώ, μετακαλώ κάποιον εκ νέου, τόν επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση («επανακαλούνται όλοι οι αδειούχοι») μσν. σώζω αρχ. μσν. 1. επικαλούμαι επί πλέον («ἰήιον ἐπανακαλέω Παιᾱνα», Αισχύλ.) 2. απλώς επικαλούμαι … Dictionary of Greek
επιπτάρνυμαι — ἐπιπτάρνυμαι (Α) [πτάρνυμαι] 1. φταρνίζομαι 2. (κατά τον Ησύχ.) «μετακαλῶ, κατέχω ἐπισχετικὸν γὰρ ὁ πταρμὸς πολλάκις» … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετάκληση — η (ΑM μετάκλησις) [μετακαλώ] 1. κλήση, πρόσκληση 2. (γενικά) ανάκληση, ακύρωση μσν. αρχ. αλλαγή ονόματος … Dictionary of Greek
μετακλητός — ή, ό [μετακαλώ] 1. αυτός που μπορεί να μετακληθεί ή αυτός που ήλθε με μετάκληση 2. (για υπάλληλο) αυτός που μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή, ο μη μόνιμος, ο ανακλητός 3. το ουδ. ως ουσ. το μετακλητό (ιδίως για δημόσιο υπάλληλο) η… … Dictionary of Greek
πεδιάλλω — Α (κατά τον Ησύχ.) καλώ με απεσταλμένο μου κάποιον να πάει σε άλλο μέρος ή να έλθει, εκεί που βρίσκομαι, μετακαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + ἰάλλω «ρίχνω, στέλνω» αντί ενός αμάρτυρου *μετιάλλω] … Dictionary of Greek